ιμαντελιγμός

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556

Greek Monolingual

ἱμαντελιγμός, ὁ (ΑΜ)
είδος παιδικού παιχνιδιού, σχοινάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + ἑλιγμός
αξίζει να σημειωθεί η απουσία της δασύτητας του ἑλιγμός στο σύνθ.].