ιξία

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

η (Α ἰξία) ιξός
νεοελλ.
γένος φυτών της οικογένειας ιριδίδες
αρχ.
1. ο ιξός
2. το φυτό χαμαιλέων ο λευκός
3. είδος κρητικού φυτού, η τραγάκανθα
4. ο κιρσός.