ιξοφορεύς
From LSJ
ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth
Greek Monolingual
ἰξοφορεύς, -έως, ὁ (Α)
ο αλειμμένος με ιξό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + φορεύς (< φέρω), πρβλ. λιμοφορεύς, ρηνοφορεύς.
ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth
ἰξοφορεύς, -έως, ὁ (Α)
ο αλειμμένος με ιξό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + φορεύς (< φέρω), πρβλ. λιμοφορεύς, ρηνοφορεύς.