ιοθαλής

From LSJ

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio

Greek Monolingual

ἰοθαλής, -ές (Α)
θαλερός ή ανθηρός από τα ία που περιέχει («στεφάνους ἰοθαλέας», Φιλόξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -θαλής (< θάλος < θάλλω), πρβλ. αειθαλής, ορειθαλής].