Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
ἱπποδιώκτης, δωρ. τ. ιπποδιώκτας, ὁ (Α)1. ιππηλάτης, ηνίοχος, αναβάτης ατίθασων ίππων2. επιγρ. είδος μονομάχου.