ιππόνικος

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source

Greek Monolingual

ἱππόνικος, -ον (Α)
1. αυτός που νικά σε ιππικούς αγώνες ή σε αρματοδρομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -νικος (< νίκη), πρβλ. αξιόνικος, χορόνικος].