ιριδίδες

From LSJ

ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed

Source

Greek Monolingual

οι
οικογένεια μονοκότυλων αγγειόσπερμων φυτών της τάξης ιριδώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. iridaceae < irid- του iris (πρβλ. ίρις, ίριδος) + -aceae (πρβλ. -ίδες)].