ισοζυγώ

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

(Α ἰσοζυγῶ, -έω) ισόζυγος
κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο κατά το βάρος, ισοζυγίζω
νεοελλ.
έχω το ίδιο βάρος, ισορροπώ, αντιστοιχώ με κάποιον άλλο
2. βρίσκομαι σε οικονομική ισορροπία, έχω ισοζύγιο.