ιστοτομία
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
η
η ανατομική εξέταση τών ιστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -τομία (< -τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. λιθοτομία, ομφαλοτομία.