λιθοτομία

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοτομία Medium diacritics: λιθοτομία Low diacritics: λιθοτομία Capitals: ΛΙΘΟΤΟΜΙΑ
Transliteration A: lithotomía Transliteration B: lithotomia Transliteration C: lithotomia Beta Code: liqotomi/a

English (LSJ)

Ion. λιθοτομίη, ἡ,
A stone-quarry, IG22.1666B72: mostly in plural, quarries, Hdt.2.8, Th.7.86, 87, D.53.17; marble quarries, Thphr.Lap.6, Paus.1.32.1 (sg. in 1.18.9, 1.19.6), etc.; cf. λατομία.
II cutting for the stone, lithotomy, Gal.18(1).29, Paul. Aeg.6.60.

German (Pape)

[Seite 46] ἡ, das Hauen, Brechen der Steine, Steinbruch, im plur., Her. 2, 8. 124. 158; Theocr. 7, 86; Xen. Hell. 1, 2, 14 u. Sp. – Auch das Ausschneiden des Blasensteins, Medic.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
taille des pierres ; carrière.
Étymologie: λιθοτόμος.

Russian (Dvoretsky)

λῐθοτομία: ἡ pl. каменоломня Her., Thuc., Xen. etc.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοτομία: Ἰον. -ίη, ἡ, τὸ κόπτειν λίθους, ἡ λατομία, τέχνη μεταβιβασθεῖσα εἰς τοὺς Ἕλληνας, καθ’ ἃ λέγεται, ὑπὸ Κάδμου, Κλήμ. Ἀλ. 363. 2) τόπος ἔνθα κόπτεται λίθος, λατομεῖον· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., λατομεῖα, Ἡρόδ. 2. 8, Θουκ. 7. 86, 87, Δημ. 1252, 8, πρβλ. Θεοφρ. π. Λίθ. 6· μαρμάρου λατομεῖα, Παυσ. 1. 18, 9., 19, 6., 32, 1, κτλ.· - πρβλ. λατομία. ΙΙ. τομὴ πρὸς ἐξαγωγὴν τοῦ λίθου τῆς κύστεως, Παῦλ. Αἰγ. 6. 60.

Greek Monolingual

η (AM λιθοτομία) λιθοτόμος
1. η εξόρυξη λίθων από λατομείο
2. παλαιά μέθοδος εγχειρητικής αφαίρεσης λίθου από την ουροδόχο κύστη, η οποία ανοιγόταν με τομή στο περίνεο
αρχ.
συν. στον πληθ. αἱ λιθοτομίαι
τα λατομεία («καὶ τῶν συμμάχων ὁπόσους ἔλαβον κατεβίβασαν εἰς τὰς λιθοτομίας», Θουκ.).

Greek Monotonic

λῐθοτομία: Ιων. λιθοτομίη, ἡ, μέρος όπου κόβουν βράχους, λατομείο· περισσότερο στον πληθ., λατομεία, σε Ηρόδ., Θουκ., κ.λπ.

Middle Liddell

λῐθοτομία, ἡ,
a place where stone is cut, a quarry; mostly in plural, quarries, Hdt., Thuc., etc. [from λῐθοτόμος]