ισχαδοκάρυον
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Greek Monolingual
ἰσχαδοκάρυον, τὸ (Α)
επιδόρπιο από μίγμα ξηρών σύκων με καρύδι ή αμύγδαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς -άδος + -κάρυον < κάρυον «καρύδι»), πρβλ. λεπτοκάρυον, μοσχοκάρυον.