ισχαδοφάγος

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

ἰσχαδοφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώει ξηρά σύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, -άδος + -φάγος (< θ. φαγ- του ρ. ἐσθίω, πρβλ. αόρ. β' -φαγ-ον), πρβλ. σαρκο-φάγος φυτο-φάγος.