ισχιαρθροκάκη

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Greek Monolingual

η
ονομασία για τη φυματίωση της άρθρωσης του ισχίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχιο- + αρθρο-κάκη (< ἄρθρον «άρθρωση» + κάκη (< κακός), πρβλ. στομακάκη, τραχηλοκάκη. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. coxotuberculose].