ισχνεύω

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source

Greek Monolingual

ισχνός
γίνομαι όλο και περισσότερο ισχνός, αδυνατίζω.