ισχυρόφωνος

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

ἰσχυρόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύφωνος, ισχνόφωνος].