ιχθυοτροφείο
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
Greek Monolingual
το (Α ἰχθυοτροφεῖον) ιχθυοτρόφος
κλειστός θαλάσσιος, λιμναίος ή ποτάμιος χώρος, ειδικά διαμορφωμένος για εκτροφή και αναπαραγωγή ψαριών είτε για εμπορική εκμετάλλευση είτε για επιστημονικούς σκοπούς, κν. διβάρι ή βιβάρι ή λιθάρι.