κάρο

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141

Greek Monolingual

και κάρρο, το (AM κάρρον, Μ και κάρον και κάρος, τὸ, Α και κάρος, ὁ)
δίτροχο ή τετράτροχο αμάξι
νεοελλ.
1. το φορτίο που μπορεί να μεταφέρει ένα κάρο
2. μτφ. (κυρίως για γέροντες ή γυναίκες) άτομο μεγάλης ηλικίας, ετοιμόρροπο, με πλαδαρό σώμα
3. μτφ. (για πράγματα) αντικείμενο αχρηστευμένο από την πολυκαιρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. careum, λ. κελτικής προελεύσεως].