κέικ

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

το
είδος γλυκίσματος που παρασκευάζεται με διαφόρους τρόπους και συνδυασμούς, κυρίως με αλεύρι, βούτυρο και αβγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. cake].