εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
v. κλείω.
κέκλειμαι: και κέκλεισμαι, Παθ. παρακ. του κλείω (κλείνω).
κέκλειμαι: = κέκλῃμαι.