κέκλειμαι

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

French (Bailly abrégé)

v. κλείω.

Greek Monotonic

κέκλειμαι: και κέκλεισμαι, Παθ. παρακ. του κλείω (κλείνω).

Russian (Dvoretsky)

κέκλειμαι: = κέκλῃμαι.