κήρυκος

From LSJ

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100

German (Pape)

[Seite 1434] ὁ, nach E. M. 775, 26 äolisch = κήρυξ.

Greek Monolingual

κήρυκος, -ύκου, ὁ (Α)
βλ. κήρυκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κήρυξ κατά τα αρσ. σε -ος (πρβλ. κόρακος - κόραξ)]·