κήρυξη
From LSJ
Greek Monolingual
η (ΑΜ κήρυξις) κηρύσσω
η ανακοίνωση με κήρυκα, δημόσια γνωστοποίηση («ἠγωνίσατο... κήρυκι πρὸς πάντα τὰ κηρύξεως δεόμενα», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.
φρ. «κήρυξη πολέμου» — επίσημη ανακοίνωση ενός κράτους σε άλλο για έναρξη πολέμου εναντίον του
μσν.-αρχ.
κήρυγμα.