καγκαίνω

From LSJ

ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καγκαίνω Medium diacritics: καγκαίνω Low diacritics: καγκαίνω Capitals: ΚΑΓΚΑΙΝΩ
Transliteration A: kankaínō Transliteration B: kankainō Transliteration C: kagkaino Beta Code: kagkai/nw

English (LSJ)

parch, dry, Hsch.:—also κάγκω, metaph. in Pass., καγκομένης· ξηρᾶς τῷ φόβῳ (cf. αὖος), Id. (Cf. κέγκω.)

Greek (Liddell-Scott)

καγκαίνω: καὶ κάγκω, ξηραίνω, ἀποξηραίνω, Ἡσύχ., ὅστις ἑρμηνεύει τὸ καγκαίνει διὰ τοῦ «θάλπει, ξηραίνει» καὶ καγκομένης διὰ τοῦ «ξηρᾶς τῷ φόβῳ».

Greek Monolingual

καγκαίνω και κάγκω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ξηραίνω, αποξηραίνω («καγκομένης
ξηρᾱς τῷ φόβῳ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάγκανος «ξηρός»].

German (Pape)

κάγκω, Vetera Lexica.