καγκαίνω
From LSJ
English (LSJ)
parch, dry, Hsch.:—also κάγκω, metaph. in Pass., καγκομένης· ξηρᾶς τῷ φόβῳ (cf. αὖος), Id. (Cf. κέγκω.)
Greek (Liddell-Scott)
καγκαίνω: καὶ κάγκω, ξηραίνω, ἀποξηραίνω, Ἡσύχ., ὅστις ἑρμηνεύει τὸ καγκαίνει διὰ τοῦ «θάλπει, ξηραίνει» καὶ καγκομένης διὰ τοῦ «ξηρᾶς τῷ φόβῳ».
Greek Monolingual
καγκαίνω και κάγκω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ξηραίνω, αποξηραίνω («καγκομένης
ξηρᾱς τῷ φόβῳ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάγκανος «ξηρός»].
German (Pape)
= κάγκω, Vetera Lexica.