καγκαίνω
From LSJ
τὸ μὲν εὖ πράσσειν ἀκόρεστον ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν → all mortals have by nature an insatiable appetite for success, our mortal state with bliss is never satiate, success is something for which humanity is insatiatable
English (LSJ)
parch, dry, Hsch.:—also κάγκω, metaph. in Pass., καγκομένης· ξηρᾶς τῷ φόβῳ (cf. αὖος), Id. (Cf. κέγκω.)
Greek (Liddell-Scott)
καγκαίνω: καὶ κάγκω, ξηραίνω, ἀποξηραίνω, Ἡσύχ., ὅστις ἑρμηνεύει τὸ καγκαίνει διὰ τοῦ «θάλπει, ξηραίνει» καὶ καγκομένης διὰ τοῦ «ξηρᾶς τῷ φόβῳ».
Greek Monolingual
καγκαίνω και κάγκω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ξηραίνω, αποξηραίνω («καγκομένης
ξηρᾱς τῷ φόβῳ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάγκανος «ξηρός»].
German (Pape)
= κάγκω, Vetera Lexica.