πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
Full diacritics: καθήλωμα | Medium diacritics: καθήλωμα | Low diacritics: καθήλωμα | Capitals: ΚΑΘΗΛΩΜΑ |
Transliteration A: kathḗlōma | Transliteration B: kathēlōma | Transliteration C: kathiloma | Beta Code: kaqh/lwma |
-ατος, τό, that which is nailed on, revetment, ib.3 Ki.6.20.
καθήλωμα: τό, κάρφωμα, Ἑβδ. (Α΄ Βασ. Ϛ΄, 21) κατὰ τὸν Ἀλεξ. Κώδικα.
τὸ (Α καθήλωμα) καθηλώ
καθήλωση, κάρφωμα.