καθαρότευκτος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek (Liddell-Scott)
καθαρότευκτος: -ον, καθαρῶς κατασκευασμένος, Ἰω. Δαμασκ. τ. 2, σ. 854C.
Greek Monolingual
καθαρότευκτος, -ον (Μ)
κατασκευασμένος άμεμπτα, με τελειότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. νεότευκτος, ποικιλότευκτος].