καθεστήξω
From LSJ
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
English (LSJ)
fut. 3 of καθίστημι, with intr. sense.
French (Bailly abrégé)
v. καθίστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθεστήξω indic. fut. perf. act. zie καθίστημι (καθίσταμαι).
Russian (Dvoretsky)
κᾰθεστήξω: fut. 3 к καθίστημι.
Greek (Liddell-Scott)
καθεστήξω: μέλλ. γ΄ τοῦ καθίστημι, μετ’ ἀμεταβ. σημασ.