καθεστήξω

From LSJ

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθεστήξω Medium diacritics: καθεστήξω Low diacritics: καθεστήξω Capitals: ΚΑΘΕΣΤΗΞΩ
Transliteration A: kathestḗxō Transliteration B: kathestēxō Transliteration C: kathestikso Beta Code: kaqesth/cw

English (LSJ)

fut. 3 of καθίστημι, with intr. sense.

French (Bailly abrégé)

v. καθίστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθεστήξω indic. fut. perf. act. zie καθίστημι (καθίσταμαι).

Russian (Dvoretsky)

κᾰθεστήξω: fut. 3 к καθίστημι.

Greek (Liddell-Scott)

καθεστήξω: μέλλ. γ΄ τοῦ καθίστημι, μετ’ ἀμεταβ. σημασ.

Greek Monotonic

καθεστήξω: μέλ. γʹ του καθίστημι, με αμτβ. σημασία.