καθεστήξω
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
fut. 3 of καθίστημι, with intr. sense.
French (Bailly abrégé)
v. καθίστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθεστήξω indic. fut. perf. act. zie καθίστημι (καθίσταμαι).
Russian (Dvoretsky)
κᾰθεστήξω: fut. 3 к καθίστημι.
Greek (Liddell-Scott)
καθεστήξω: μέλλ. γ΄ τοῦ καθίστημι, μετ’ ἀμεταβ. σημασ.