καινογραφής
From LSJ
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
German (Pape)
[Seite 1294] ές, auf neue Art geschrieben, bei Hephaest. p. 53.
Greek (Liddell-Scott)
καινογρᾰφής: -ές, γραφεὶς κατὰ νέον τρόπον, Φίλικος ὁ Κερκυραῖος παρ’ Ἡφαιστ. σ. 53, ἒκδ. Gaisf.
Greek Monolingual
καινογραφής, -ές (Α)
αυτός που έχει γραφεί με καινούργιο τρόπο, με διαφορετικό, νέο ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -γραφής (< γράφω), πρβλ. αρτιγραφής, χρυσογραφής].