καινόσοφος

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source

Greek Monolingual

καινόσοφος, -ον (Α)
πάπ. ο προερχόμενος από νέα σοφία, από πρόσφατη μάθησηκαινόσοφος προθυμία», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + σοφός.