κακοζηλωσία

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοζηλωσία Medium diacritics: κακοζηλωσία Low diacritics: κακοζηλωσία Capitals: ΚΑΚΟΖΗΛΩΣΙΑ
Transliteration A: kakozēlōsía Transliteration B: kakozēlōsia Transliteration C: kakozilosia Beta Code: kakozhlwsi/a

English (LSJ)

v. κακοζηλία.

Greek Monolingual

κακοζηλωσία, ἡ (Α)
δ. γρφ. αντί κακοζηλία.