κακοζηλία
English (LSJ)
ἡ,
A unhappy imitation or rivalry, v.l. for κακοζηλωσία, Plb.10.22.10 (ap. Suid. s.v. Φιλοποίμην).
II Rhet., of style, affectation, Luc.Salt. 82, Demetr.Eloc.189.
German (Pape)
[Seite 1300] ἡ, schlechte, verkehrte Nachahmung; ὑπερβαινόντων τὸ μέτρον τῆς μιμήσεως καὶ πέρα τοῦ δέοντος ἐπιτεινόντων Luc. Salt. 82; schlechter, verkehrter Eifer, Pol. 10, 25, 10.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mauvais goût, affectation.
Étymologie: κακόζηλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοζηλία -ας, ἡ [κακόζηλος] ret. slechte smaak.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοζηλία: ἡ
1 неразумное усердие, бесплодные потуги Polyb.;
2 дурное подражание, отсутствие такта и меры Luc.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοζηλία: ἡ, οὐσιαστ. τοῦ κακόζηλος, ἀντίθετον τῷ εὐζηλία, Πολύβ. 10. 25, 10· ἰδίως ἐπὶ ὕφους, κακόζηλος μίμησις, «γίνεται δὲ ὥσπερ ἐν λόγοις οὕτω καὶ ἐν ὀρχήσει ἡ πρὸς τῶν πολλῶν λεγομένη κακοζηλία, ὑπερβαινόντων τὸ μέτρον τῆς μιμήσεως καὶ πέρα τοῦ δέοντος ἐπιτεινόντων» Λουκ. π. Ὀρχ. 82.
Greek Monolingual
ἡ (AM κακοζηλία) κακόζηλος
(ρητ.) υπερβολική προσποίηση, επιτήδευση, εκζήτηση
μσν.-αρχ.
κακός ζήλος, κακή μίμηση.
Greek Monotonic
κᾰκοζηλία: ἡ, ατυχής μίμηση, προσποίηση, σε Λουκ.
Middle Liddell
κᾰκοζηλία, ἡ,
unhappy imitation, affectation, Luc.