κακοκαιρία

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

και κακοκαιριά, η
κακός καιρός, άσχημες καιρικές συνθήκες, κακή καιρική κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + καιρός (πρβλ. καλοκαιρία)].