κακώνω
From LSJ
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
Greek Monolingual
(AM κακῶ, -όω, Μ και κακώνω)
κακός
κάνω κακό σε κάποιον, κακοποιώ, κακομεταχειρίζομαι κάποιον
μσν.
1. (μτβ. με σύστ. αντικ.) θυμώνω, οργίζομαι
2. μέσ. α) (μτβ.) κακώνομαι
κρατώ κακία σε κάποιον
β) (αμτβ.) θυμώνω, οργίζομαι
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κακωμένος, -η, -ον
α) κακός
β) κακοποιημένος, ταλαιπωρημένος
μσν.-αρχ.
1. βλάπτω, καταστρέφω
2. εξοργίζω, εξερεθίζω κάποιον
3. λυπούμαι, υποφέρω
αρχ.
βρίσκομαι ή περιέρχομαι σε κακή κατάσταση, πάσχω, υποφέρω, ταλαιπωρούμαι, καταπονούμαι
2. (για τον αέρα) βλάπτω φυτό
3. παθ. κακώνομαι
ιατρ. χειροτερεύω, πάω στο χειρότερο.