καλένδες

From LSJ

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source

Greek Monolingual

οι (AM καλένδαι και καλάνδαι)
νεοελλ.
φρ. (για κάθε πράγμα που αναβάλλεται διαρκώς)
«στις ελληνικές καλένδες» — σε ημερομηνία που δεν θα έρθει ποτέ, επειδή οι Έλληνες δεν είχαν καλένδες στο ημερολόγιό τους