Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καλένδες

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405

Greek Monolingual

οι (AM καλένδαι και καλάνδαι)
νεοελλ.
φρ. (για κάθε πράγμα που αναβάλλεται διαρκώς)
«στις ελληνικές καλένδες» — σε ημερομηνία που δεν θα έρθει ποτέ, επειδή οι Έλληνες δεν είχαν καλένδες στο ημερολόγιό τους