καλαμαριά

From LSJ

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299

Greek Monolingual

η καλαμάρι
επιτραπέζιο σκεύος, δίσκος, που χρησίμευε ως βάση για ένα ή περισσότερα μελανοδοχεία.