καλαμιώνα

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source

Greek Monolingual

η
καλαμιώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλαμιώνας, με αναλογικό μεταπλασμό του γένους (πρβλ. αχυρώνα, η, στρατώνα, η)].