καλοκυβερνώ
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
Greek Monolingual
(Μ καλοκυβερνῶ)
νεοελλ.
παθ. καλοκυβερνοῦμαι και καλοκυβερνιέμαι
διοικούμαι καλά, ευνομούμαι
μσν.
προστατεύω κάποιον, τον ενισχύω οικονομικά.