καμακώνω
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
καμάκι
1. ψαρεύω με καμάκι, χτυπώ το ψάρι με καμάκι, καμακίζω
2. προσελκύω γυναίκα με επιπόλαιο και ανόητο τρόπο («ύστερα από πολλές προσπάθειες τήν καμάκωσε»).