καμψόδυνος

From LSJ

ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world

Source

German (Pape)

[Seite 1319] sich unter Schmerzen krümmend, vgl. δακτυλοκαμψόδυνος.

Greek Monolingual

καμψόδυνος, -ον (Α)
αυτός που κουλουριάζεται, που κάμπτεται από τους πόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καμψ- του κάμπτω + ὀδύνη. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν λειτούργησε ο νόμος της «εκτάσεως εν συνθέσει» που παρατηρείται σε όλα τα άλλα σύνθ. με β' συνθετικό το οδύνη (πρβλ. επώδυνος, μεγαλώδυνος)].