κανδύλη
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
v. κανδύταλις.
German (Pape)
[Seite 1320] s. das Folgde.
Greek Monolingual
κανδύλη, ἡ (Α)
η κανδυτάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του κανδυτάνη].