κανηφορικός

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνηφορικός Medium diacritics: κανηφορικός Low diacritics: κανηφορικός Capitals: ΚΑΝΗΦΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: kanēphorikós Transliteration B: kanēphorikos Transliteration C: kaniforikos Beta Code: kanhforiko/s

English (LSJ)

κανηφορική, κανηφορικόν, of the Κανηφόροι, κόσμος IG 22.333c10.

Greek (Liddell-Scott)

κανηφορικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κανηφόρον, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν CIA.I. 152.

Greek Monolingual

κανηφορικός, -ή, -όν (Α) κανηφόρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κανηφόρο.