καντηλέρι

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source

Greek Monolingual

το και κανδηλέρι και καντηλιέρικαντηλέρι και κανδηλέρι)
επιτραπέζια λυχνία
νεοελλ.
μεταλλικό σκεύος στο οποίο στερεώνονται τα αναμμένα κεριά στην εκκλησία, το κηροπήγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. candelier].