καπνιώ

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source

Greek Monolingual

καπνιῶ, -άω (Α) καπνός
1. φυσώ καπνό μέσα στην κυψέλη τών μελισσών για να συλλέξω το μέλι
2. αναδίδω καπνό.