παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
καπνιῶ, -άω (Α) καπνός1. φυσώ καπνό μέσα στην κυψέλη τών μελισσών για να συλλέξω το μέλι2. αναδίδω καπνό.