καραβοτσακίζομαι

From LSJ

Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort

Menander, Monostichoi, 550

Greek Monolingual

1. (για πλοία) ρίχνομαι από τα κύματα στα βράχια και θραύομαι, ναυαγώ («καραβοτσακίστηκε στον κάβο»)
2. μτφ. περνώ φοβερή περιπέτεια, ή συμφορά, δυστυχώ, καταστρέφομαι
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) καραβοτσακισμένος, -η, -ο
(κυριολ. και μτφ.) ναυαγός, κατεστραμμένος
4. φρ. «περπατεί σαν καραβοτσακισμένος» — περπατεί με ασταθές βήμα, σαν ζαλισμένος, παραπαίει.