καρδάνειος

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

-α, -ο
τεχνολ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Καρντάνο
2. φρ. α) «καρδάνεια ανάρτηση» ή, απλώς, «καρντάν» — διάταξη ανάρτησης η οποία επιτρέπει σε ένα σώμα να παρουσιάζει κλίση ή να διατηρεί την αρχική του θέση ανεξάρτητα από τη θέση ή τις κινήσεις του υποστηρίγματος
β) «καρδάνειος σύνδεσμος» ή «σύνδεσμος καρντάν» — τύπος άρθρωσης για τη σύνδεση δύο ατράκτων με τεμνόμενους άξονες, αλλ. σταυρωτός σύνδεσμος ή, απλώς, σταυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όν. Ιταλού μαθηματικού και γιατρού Gerolamo Cardano].