σταυρωτός
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
Greek (Liddell-Scott)
σταυρωτός: -ή, -όν, ὁ πεποιημένος εἰς σχῆμα σταυροῦ, ἔχων τὴν μορφὴν σταυροῦ, Βυζ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σταυρωτός, -ή, -όν ΝΜ σταυρῶ, -ώνω
τοποθετημένος σε σχήμα σταυρού, σταυροειδής («σταυρωτός ναός» — σταυρεπίστεγος ναός)
νεοελλ.
1. (για ένδυμα) αυτός στον οποίο, το δεξί ή αριστερό πέτο είναι μεγαλύτερο ώστε να καλύπτει μέρος του άλλου και να κουμπώνει επάνω του
2. φρ. α) «σταυρωτή στρώση»
(πετρογρ.) είδος πρωτογενούς στρώσης στα ιζήματα και στα ιζηματογενή πετρώματα
β) «σταυρωτός σύνδεσμος»
i) τεχνολ. τύπος άρθρωσης για τη σύνδεση δύο ατράκτων με τεμνόμενους άξονες, ο σταυρός
ii) ανατ. πύκνωση τών ινών της κνημιαίας περιτονίας εμπρός από την κνημοταρσική άρθρωση που εκτείνεται από κάθε σφυρό προς το απέναντι χείλος του ποδιού και λειτουργεί ως καθεκτικός σύνδεσμος τών εκτεινόντων μυών του άκρου ποδιού
γ) «σταυρωτή επικονίαση»
βοτ. η σταυρεπικονίαση.
επίρρ...
σταυρωτά Ν
1. σταυροειδώς
2. φρ. «φιλώ κάποιον σταυρωτά» — φιλώ κάποιον και από τα δύο μάγουλα.