καρδάνειος
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Greek Monolingual
-α, -ο
τεχνολ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Καρντάνο
2. φρ. α) «καρδάνεια ανάρτηση» ή, απλώς, «καρντάν» — διάταξη ανάρτησης η οποία επιτρέπει σε ένα σώμα να παρουσιάζει κλίση ή να διατηρεί την αρχική του θέση ανεξάρτητα από τη θέση ή τις κινήσεις του υποστηρίγματος
β) «καρδάνειος σύνδεσμος» ή «σύνδεσμος καρντάν» — τύπος άρθρωσης για τη σύνδεση δύο ατράκτων με τεμνόμενους άξονες, αλλ. σταυρωτός σύνδεσμος ή, απλώς, σταυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όν. Ιταλού μαθηματικού και γιατρού Gerolamo Cardano].