σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
κάρδαμο1. (ως αμτβ.) δυναμώνω, ανακτώ δυνάμεις, παίρνω απάνω μου2. (ως μτβ.) τονώνω, ενδυναμώνω.