καρδαμώνω

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source

Greek Monolingual

κάρδαμο
1. (ως αμτβ.) δυναμώνω, ανακτώ δυνάμεις, παίρνω απάνω μου
2. (ως μτβ.) τονώνω, ενδυναμώνω.