Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καρδαμώνω

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

κάρδαμο
1. (ως αμτβ.) δυναμώνω, ανακτώ δυνάμεις, παίρνω απάνω μου
2. (ως μτβ.) τονώνω, ενδυναμώνω.